- εμπερισπούδαστος
- ἐμπερισπούδαστος, -ον (Α)(για περιοχή ναού) πολυσύχναστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπερισπούδαστα — ἐμπερισπούδαστος zealously frequented neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)